- εὔπρῳρος
- εὔπρῳρος, ον,A with goodly prow or head,
πλάτα E.IA765
(lyr.); cf. εὔπροιρον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλάτα E.IA765
(lyr.); cf. εὔπροιρον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύπρωρος — εὔπρῳρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρωρος (< πρώρα), πρβλ. καλλί πρῳρος] … Dictionary of Greek
εὔπρῳρον — εὔπρῳρος with goodly prow masc/fem acc sg εὔπρῳρος with goodly prow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρῴρου — εὔπρῳρος with goodly prow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπρωρος — βούπρῳρος, ον (Α) 1. όποιος έχει μέτωπο ή πρόσωπο βοδιού 2. η βούπρῳρος (θυσία) προσφορά 100 προβάτων και ενός βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πρῴρα (πρβλ. εύπρῳρος, καλλίπρῳρος, οξύπρῳρος)] … Dictionary of Greek